αβλέμονας

αβλέμονας
ο
1. βαθιά θάλασσα κοντά στην ακτή: Εδώ η θάλασσα ήταν άπατη, σωστός αβλέμονας.
2. μεγάλη κατανάλωση φαγητού και πιοτού: Όταν ήταν καλεσμένος σε τραπέζι, έτρωγε κι έπινε τον αβλέμονα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αβλέμονας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 62 κάτ.) των Κυθήρων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. * * * ο 1. όρμος κατάλληλος για αγκυροβόλι 2. βαθιά θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμ., πιθ. από αρχικό ἀβλέμμων (βυθός) (= όπου δεν… …   Dictionary of Greek

  • Kythira (Gemeinde) — Gemeinde Kythira Δήμος Κυθήρων …   Deutsch Wikipedia

  • αυλέμονας — και αυλέμων, ο ο αβλέμονας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”