- αβλέμονας
- ο1. βαθιά θάλασσα κοντά στην ακτή: Εδώ η θάλασσα ήταν άπατη, σωστός αβλέμονας.2. μεγάλη κατανάλωση φαγητού και πιοτού: Όταν ήταν καλεσμένος σε τραπέζι, έτρωγε κι έπινε τον αβλέμονα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.